Demetrius Lithoksou
Πληθυσμός και οικισμοί των Αρβανιτών
1879 - 1907
Η ελληνική κρατική διανόηση, πέρα από το πρόβλημα της αντιπαράθεσης στο σλαβικό ζήτημα με τον Φαλμεράυερ (υπερασπιζόμενη τον εθνικό μύθο που κατασκεύασε), αντιμετώπισε εξ αρχής, ένα σοβαρότερο, μη λόγιο, αλλά ζωντανό πρόβλημα: την ύπαρξη των Αρβανιτών.
Η Αθήνα, η πρωτεύουσα του νέου βασιλείου, βρισκόταν γεωγραφικά, στο κέντρο μιας αλβανόφωνης ανθρωποθάλασσας, καθώς ήταν περικυκλωμένη από δεκάδες αρβανιτοχώρια.
Κάποιος που θα αποφάσιζε να ταξιδέψει, τα πρώτα χρόνια της δημιουργίας του ελληνικού κράτους, από τη Μαλεσίνα και το Μαρτίνο της Λοκρίδας, μέχρι το Καστρί (Ερμιόνη) και το Κρανίδι της Πελοποννήσου, μία απόσταση που με το μοναδικό μεταφορικό μέσο της εποχής, τα υποζύγια, θα χρειαζόταν 75 ώρες συνεχούς πορείας [Gell 1827, σ. VII] & [Μολοσσός 1878], ή με τις αναγκαίες στάσεις, μία ολόκληρη βδομάδα [Λιθοξόου 1983, σ. 57 – 58], ήταν ενδεχόμενο εκτός της Θήβας και των Μεγάρων, να μη συναντούσε άνθρωπο από τα χωριά που θα περνούσε, που να μπορούσε να κουβεντιάσει μαζί του ελληνικά.
Ο γερμανός αρχαιολόγος και φιλέλληνας Ludwig Ross, που ήρθε στην Ελλάδα για να αναλάβει τη διεύθυνση της αρχαιολογικής υπηρεσίας και την έδρα της αρχαιολογίας στο πανεπιστήμιο Αθηνών, συνειδητοποιώντας το πλήθος και την έκταση του αρβανίτικου πληθυσμού, σημείωνε απελπισμένος το 1832, φτάνοντας στην Ελλάδα: “ήμουνα, αλήθεια, πάνω σε ελληνικό χώμα, ανάμεσα σε Έλληνες; Στην πραγματικότητα όχι. Ο γυμνός βράχος της Ύδρας, τα γειτονικά νησιά, Σπέτσες και Πόρος, το Καστρί και το Κρανίδι… είχαν καταληφθεί από Σκιπετάρους Αρβανίτες” [Ρος 1976, σ. 25].
Ο γάλλος αρχαιολόγος Edmond About, που έζησε δυο χρόνια στην Ελλάδα, έγραφε το 1855, πως η ίδια η Αθήνα όταν ιδρύθηκε ήταν ένα αρβανιτοχώρι και πως ακόμα, “κάθε βράδυ που βασιλεύει ο ήλιος, συναντάς γύρω από την Αθήνα μεγάλες συντροφιές από Αλβανούς που γυρίζουν με τις γυναίκες τους από τη δουλειά στα χωράφια” [Αμπού, σ. 70].
Ο δε σκωτσέζος ιστορικός George Finlay, που έζησε τη μισή ζωή του στην Αθήνα και γνώρισε όσοι λίγοι τη χώρα και τους ανθρώπους της, παρατηρούσε το 1861: “Στο Μαραθώνα, στις Πλαταιές, στα Λεύκτρα, στη Σαλαμίνα, στη Μαντινεία, στην Είρα και στην Ολυμπία, δεν κατοικούν τώρα πια Έλληνες, αλλά Αλβανοί. Ακόμα και στην Αθήνα, που είναι, ένα τέταρτο του αιώνα και πλέον πρωτεύουσα του ελληνικού βασιλείου, ακούει κανείς τα παιδιά που παίζουνε στους δρόμους, κοντά στο Θησείο και στην Πύλη του Αδριανού, να μιλάνε στην αλβανική γλώσσα” [Φίνλεϋ, σ. 46].
Όποιος ξένος επισκεπτόταν την χώρα, συνειδητοποιώντας το πλήθος των αρβανιτών κατοίκων, μειδιούσε ακούγοντας τους λόγιους της Αθήνας να υπερηφανεύονται για την αρχαιοελληνική καταγωγή του πληθυσμού της Ελλάδας και έφτανε στο ίδιο συμπέρασμα με τον Φαλμεράυερ: “Όλα αυτά τα μέρη που κάποτε ήταν καρδιά και κέντρο των Ελλήνων, είναι σήμερα Νέα Αλβανία” [Φαλλμεράυερ 1984, σ. 74].
Η ύπαρξη των Αρβανιτών, αποτελούσε τόσο σοβαρό πρόβλημα για τους αρχιτέκτονες του ελληνικού εθνικού μύθου, που ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, ο πατριάρχης της ελληνικής εθνικής ιστοριογραφίας, αφού αναγκάστηκε να αποδεχτεί την αρβανίτικη πραγματικότητα, πρότεινε το 1854 μέτρα για τη θεραπεία: “Δύο φυλαί κατοικούσι την Ελλάδα, η Ελληνική και η Αλβανική. Αλλ’ η Αλβανική φυλή αποτελεί άραγε έθνος ίδιον; … Εν και μόνον εθνικόν στοιχείον έχει ίδιον εισέτι η φυλή εκείνη, την γλώσσαν. αλλά και αύτη υποχωρεί βαθμηδόν εις την κατακτητικήν πορείαν του Ελληνισμού” [Δημαράς 1986, σ. 153].
Στην ελληνική πολιτική, στον τομέα “εξαφάνισης” των μειονοτήτων, υπάρχει μια άγραφη οδηγία για όσους “εθνικά σκεπτόμενους” αναγκάζονται να μιλήσουν για μειονότητες: μιλάμε γενικά και αόριστα, δεν βάζουμε το δάκτυλο επί τον τύπο των ήλων, δηλαδή δεν δείχνουμε στο χάρτη τα μειονοτικά χωριά, γιατί υπάρχει άμεσος κίνδυνος αλλοίωσης του γαλάζιου χρώματός του.
Στην περίπτωση των Αρβανιτών, ο πρώτος που επιδίωξε μια συνολική καταγραφή των οικισμών τους, ήταν ο Αθανάσιος Τσίγκος, αλλά η εργασία του έμεινε στο συρτάρι, για να δημοσιευτεί μισό αιώνα σχεδόν μετά το θάνατό του [Τσίγκος 1991, σ. 56 – 61]. Ο δεύτερος ήταν ο Γεώργιος Νακρατζάς, ο οποίος συνέθεσε σε χάρτες όσες διάσπαρτες πληροφορίες είχε συλλέξει (εκτός των άλλων και) για τα αρβανιτοχώρια [ Νακρατζάς 1992, σ. 80, 85, 143, 145, 151, 153, 156, 161].
Η καταγραφή των μειονοτικών χωριών, πέρα από τις χρωματικές αλλοιώσεις στο χάρτη, επιτρέπει μια δεύτερη εργασία, τον υπολογισμό του ακριβή αριθμού των μειονοτήτων, άρα την απόρριψη των χαλκευμένων επίσημων στατιστικών ειδήσεων περί μητρικής γλώσσας, προς μεγάλη θλίψη των ελλήνων εθνικιστών συγγραφέων.
Αυτή λοιπόν την καταγραφή των αρβανίτικων χωριών, τη χαρτογράφησή τους και τον υπολογισμό του πληθυσμού τους, σύμφωνα με τα στοιχεία των απογραφών του 1879 και του 1907, δηλαδή σε μία περίοδο όπου η γλώσσα ήταν σε καθημερινή χρήση, επιχειρούμε στη συνέχεια. Για τη σύνταξη των πινάκων, εκτός των προαναφερομένων έργων των Τσίγκου και Νακρατζά, χρησιμοποιήθηκαν και ορισμένα βοηθήματα για τις επιμέρους περιοχές [Μηλιαράκης 1886], [Philippson 1890], [Κορύλλος 1903], [ Αναγνωστόπουλος 1939], [Αϊβαλιωτάκης 1941], [Georgacas – McDonald 1968], [Γκίκας 1978], [Σάλταρης 1986], [Γιοχάλας 2000], [Γιοχάλας 2002].
Το σύνολο των Αρβανιτών της χώρας ανερχόταν το 1879 σε 176.120 άτομα και το 1907 σε 236.707. Οι αριθμοί αυτοί, ως ποσοστό επί τοις εκατό του συνόλου του πληθυσμού της Ελλάδας, ήταν 10,65 % και 9 % αντίστοιχα. Στον αριθμό των Αρβανιτών δεν υπολογίζονται όσοι ζούσαν σε αστικά κέντρα. Οι επίσημες πληροφορίες της Στατιστικής Υπηρεσίας για τον πληθυσμό των Αρβανιτών ήταν 58.916 ή 3,56 % για το 1879 [Απογραφή 1879] και 50.975 ή 1,94 % για το 1907 [Απογραφή 1907].
Τα 410 αρβανιτοχώρια ως προς την γεωγραφική κατανομή τους ήταν το 1907 κατανεμημένα:.........
Δ. Λιθοξόου - Οι Αρβανίτες (παλαιοί Αλβανοί) - Τα χωριά τους (αρβανιτοχώρια) στην Νότια Ελλάδα
http://www.lithoksou.net/p/plithysmos-kai-xoria-ton-arbaniton-1879-%25E2%2580%2593-1907-2005ΤΟ ΑΡΒΑΝΙΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Επιλεγμένα Αρβανίτικα Τραγούδια
http://axhafaj2gmailcom-adriano.blogspot.com/2012/06/blog-post.html
No comments:
Post a Comment